- υποφόνιος
- -ον, Α1. φονικός2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποφόνιαα) χρήματα, τα οποία καταβάλλονταν στους συγγενείς κάποιου που είχε φονευθεί, για να μην ζητήσουν εκδίκησηβ) λύτρα που καταβάλλονταν για τη διάσωση κάποιου από φόνο («ὑποφόνια διδόναι τῆς σφαγῆς», Δίων Κάσα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φόνιος «φονικός, αιμοσταγής»].
Dictionary of Greek. 2013.